Τα παλιά μπαρ της Μόσχας

Τα παλιά μπαρ της Μόσχας

Τα παλιά μπαρ της Μόσχας
Τα καλύτερα μέρη για να απολαύσει κανείς το ποτό του στη ρωσική πρωτεύουσα δεν θα τα βρει σε ταξιδιωτικούς οδηγούς, παρόλο που έχουν μοναδική ατμόσφαιρα, τη δική τους ιστορία και φανατικούς θαμώνες.

Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν οι σωστές λέξεις σε μια ξένη γλώσσα, για να περιγράψεις τα μέρη που μπορεί να πιει κανείς στη Ρωσία. Το κρασί και τα άλλα οινοπνευματώδη, πριν από τη σοβιετική εποχή, πωλούνταν στα λεγόμενα καμπάκς, που ξεχείλιζαν από κόσμο, κι όπου έπρεπε να μεθύσει κανείς στα γρήγορα. Τα καμπάκς δεν ήταν το είδος των τοπικών καπηλειών, όπου οι άνθρωποι κοινωνικοποιούνται, όπως στην αγγλική παμπ για παράδειγμα. Ωστόσο, παρά τη σημασία τους για ορισμένα τμήματα του πληθυσμού, η εποχή των καμπάκς έληξε με την Ρωσική Επανάσταση του 1917. Από τη στιγμή που ήρθαν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι, ξεκίνησαν την πρώτη από τις πολλές άκαρπες προσπάθειες για την εξάλειψη του αλκοόλ, κλείνοντας τα περισσότερα στέκια κατανάλωσής του σε όλη τη χώρα.
 
Μετά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να επανεμφανίζονται τα πρώτα μέρη για να πιεί κανείς. Ήταν κάτι ανάμεσα σε μπαρ και καφέ και ονομάζονταν πιβνάγια (από τη ρωσική λέξη για την μπίρα, πίβο) ή ριούμοτσναγια. Εκτός από αλκοόλ, σερβίρονταν και μεζέδες: τουρσί λαχανικά, σάντουιτς λουκάνικο και «καναπεδάκια με ρέγγα», ρέγγα σε κονσέρβα ή ψωμί σίκαλης. Τα μέρη αυτά προσέλκυσαν ένα ευρύ πελατολόγιο. Σε μια ριούμοτσναγια οι κοινωνικές διαφορές εξαλείφονταν. Εκεί, τα έπιναν μαζί ένας εργάτης μύλου με έναν κυβερνητικό υπάλληλο, ενώ βρίσκονταν σε μια βολική θέση στο δρόμο για το σπίτι μετά τη δουλειά και κοντά σε σταθμούς του μετρό.
Όπως τα παλαιά καμπάκς έτσι και τα ριούμοτσναγια ήταν συνήθως γεμάτα. Δεν είχαν καρέκλες ή τραπέζια και η κερδοφορία τους στηρίχθηκε στο γρήγορη εναλλαγή των πελατών. Σήμερα, πολλοί Μοσχοβίτες προτιμούν να πίνουν σε ένα εστιατόριο ή μπαρ με τραπέζια και μια ωραία ατμόσφαιρα, αλλά υπάρχουν ακόμα κάποια ριούμοτσναγια τριγύρω.
«Ντρούζμπα»: Πίνοντας τη δική σου βότκα
Η Ντρούζμπα (φιλία) βρίσκεται στην πλατεία Σούχαρεβσκαγια και σερβίρει τσεμπουρέκι- ζύμη γεμιστή με κιμά και βραστό ζωμό κρέατος, τηγανισμένη σε λάδι. Αυτές τουρκικές πίτες ήταν εξαιρετικά αγαπητές ως κύριο συνοδευτικό της βότκας στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Το τσεμπουρέκι είναι το μόνο φαγητό που σερβίρεται στη Ντρούζμπα, ωστόσο το αλκοόλ ρέει άφθονο και ο πάγκος του μπαρ διαθέτει χαμηλό φωτισμό που ξεκινά πάντα στην πόρτα. Και το προσωπικό δεν έχει καμία αντίρρηση όταν οι επισκέπτες φέρνουν τη δική τους βότκα για να την αναμείξουν με την τοπική μπύρα για το παραδοσιακό σοβιετικό κοκτέιλ το επονομαζόμενο "Γιορς."
Ο «Πελαργός»:  Νοσταλγική ατμόσφαιραΤο Άϊστ (πελαργός) είναι κρυμμένο ανάμεσα σε μια παμπ και μια κάβα στην πλατεία Σλαβιάνσκαγια κοντά στο σταθμό του μετρό Κιτάι-Γκόροντ. Όλη την ημέρα, η γύρω περιοχή είναι γεμάτη με υπαλλήλους γραφείου και τη νύχτα με θαμώνες νυχτερινών κέντρων, αλλά οι θαμώνες του «Πελαργού» δεν είναι νέοι. Εδώ, οι επισκέπτες είναι ως επί το πλείστον στα 50 τους, κι έρχονταν σ΄ αυτό το μέρος από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης.
 
Είναι ίσως η πιο ακριβή ριούμοτσναγια στη Μόσχα. Για παράδειγμα ένα κονιάκ κάνει 90 ρούβλια (περίπου 3 δολάρια ) αλλά είναι όμως το μόνο που διαθέτει πορσελάνινα πιάτα και σοβιετικά σερβίτσια ποτηριών για σφηνάκια. Διατηρεί ακόμη την τεμπέλικη ατμόσφαιρα της εποχής της στασιμότητας, τότε που σύχναζαν ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι εργάζονταν απέναντι στην πλατεία της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ανάμεσα στα πιάτα που προσφέρονται εδώ, πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσει κανείς τα περίφημα λουκάνικα Οστάνκινο που σερβίρονται με αρακά, σήμα κατατεθέν του μαγαζιού. Επίσης, εδώ συχνάζει η Τατιάνα Βλαντίμιροβα, μια διάσημη στην περιοχή αμπιγιέζ, που πάντα πίνει απόσταγμα μούρων ή κονιάκ και χαίρεται να συζητάει με τους θαμώνες.
Ο «Δεύτερος Άνεμος»:  Συνώνυμο της κραιπάλης

Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για τα παλιά μπαρ-σχολεία της Μόσχας παραλείποντας το «Βτορόε Ντυχάνιε» («Δεύτερος Άνεμος»). Το υπόγειο αυτό βρίσκεται κοντά στο μετρό Νοβοκουζέντσκαγια. Η αθλιότητά του είναι παροιμιώδης. Κατεβαίνοντας σειρά από σκάλες στο στενό Πιάτνιτσκι, κάτω από ένα κίτρινο σημάδι, το «Βτορόε Ντυχάνιε» δεν είναι παρά ένα μικρό δωμάτιο με ψηλά σιδερένια τραπέζια, βρώμικο πάτωμα και τσίγκινα τασάκια. Το όνομα του μέρους υποδηλώνει ότι οι επισκέπτες που έρχονται είναι ήδη έτοιμοι να συνεχίσουν το ξεφάντωμα και δε σερβίρει τίποτα άλλο εκτός από ποτό.
«Νικίτσκαγια»: Το απόλυτο καλλιτεχνικό στέκι
Λοιπόν, αυτή η ριούμοτσναγια δεν έχει το δικό της όνομα, απλά αναφέρεται με τη διεύθυνσή της που είναι η οδός Μπολσάγια Νικίτσκαγια 22/2. Δεν γνωρίζουμε πότε ξεκίνησε να λειτουργεί, αλλά μια παλιά φωτογραφία δείχνει πως εδώ βρισκόταν μια μπυραρία τουλάχιστον από το 1914. Από τότε και μέχρι σήμερα, έχει προσελκύσει ανθρώπους από καλλιτεχνικούς κύκλους από το Θέατρο Μαγιακόφσκι που βρίσκεται απέναντι και το Ωδείο της Μόσχας λίγο παρακάτω.
 
Στη σοβιετική εποχή, ήταν ένα από τα στέκια των χίπις, των τραγουδιστών και τραγουδοποιών της Μόσχας. Ακόμα και σήμερα, το επισκέπτονται συχνά οι μαθητές του Ωδείου κατά το μεσημέρι, καθώς δεν σερβίρει μόνο ποτά, αλλά και πολύ καλό ρωσικό φαγητό.
Οι διάσημοι θαμώνες του κατά το παρελθόν έχουν κάνει το μέρος αυτό ξεχωριστό. Συχνός επισκέπτης πριν από την Επανάσταση ήταν ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι, ενώ κατά τη σοβιετική εποχή, ο Βλαντίμιρ Βισότσκι χρώσταγε συχνά στο προσωπικό τα φαγητά και τα ποτά του. Σήμερα, υπάρχει πάντα ένας τραπέζι ρεζερβέ προς τιμή του ρώσου συγγραφέα Βλαντίμιρ Ορλόφ, που στα μυθιστορήματά του κατονομάζει συχνά αυτό το στέκι σαν τη χύτρα της καλλιτεχνικής του έμπνευσης.